αποδιδρασκω

αποδιδρασκω
    ἀποδιδράσκω
    ἀπο-διδράσκω
    ион. ἀποδιδρήσκω (fut. ἀποδράσομαι, aor. 2 ἀπέδραν)
    1) тайно убегать, незаметно ускользать
    

(νηός и ἔκ νηός Hom.; ἐκ τῆς Σάμου и ἐς Σάμον Her.; ἐκ Θουρίων εἰς Πελοπόννησον, τοὺς φύλακας Plut.)

    τὸ ἀποδιδράσκοντα μέ δύνασθαι ἀποδρᾶναι Plat. — неудачная попытка скрыться

    2) уклоняться, избегать
    

(τινά Her., Thuc.; τι Soph., Dem., Plut.)

    3) обходить
    

(τὸν νόμον Arst.)

    4) переходить
    

(ἀπὸ τῶν νοητῶν ἐπὴ τὰ αἰσθητά Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποδιδρασκω" в других словарях:

  • ἀποδιδράσκω — run away pres subj act 1st sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ἀπέδραν — ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκετε — ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away pres ind act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκῃ — ἀποδιδράσκω run away pres subj mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεδίδρασκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεδίδρησκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδρασκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδρησκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκει — ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»